Ο ιστορικός του μέλλοντος είναι βέβαιο πως θα σταθεί με απαξίωση στις προ 9μήνου δηλώσεις του πρωθυπουργού, ότι διανύουμε το τελευταίο μίλι της πανδημίας. Ίσως και να τις προσπεράσει, αφού το αφήγημα ήταν καταφανώς επίπλαστο και δεν εξυπηρετούσε τίποτε άλλο από τον αποπροσανατολισμό των πολιτών. Είναι επιστημονικά αναμφισβήτητο ότι στην χώρα μας γίναμε μάρτυρες τριών, τουλάχιστον, κρίσιμων και συνδεόμενων αστοχιών. Αστοχιών που ήταν απότοκος συνειδητών πολιτικών αποφάσεων και που ερμηνεύουν την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει υγειονομικά η πατρίδα μας.
Η πρώτη αστοχία εντοπίζεται αναμφίβολα στην απερίγραπτη εμμονή για πολιτικοποίηση της επιστήμης. Ο ρόλος της επιτροπής ειδικών αλλοτριώθηκε μπροστά στην κυβερνητική επιθυμία να επιτελέσει τον επιβεβαιωτικό μηχανισμό των πολιτικών αποφάσεων, αντί ενός συγκροτημένου καθοδηγητικού οργάνου. Οι μη επιστημοκεντρικοί ισχυρισμοί της πρώιμης περιόδου, όπως «οι μάσκες βλάπτουν», «στα ΜΜΜ δεν υπάρχει μετάδοση του ιού» και ότι «αν είχαμε περισσότερες ΜΕΘ θα είχαμε περισσότερους νεκρούς», ακολουθήθηκαν από μια σωρεία κυβερνητικών επικοινωνιακών στοχεύσεων που προσπάθησαν να οικειοποιηθούν τον μανδύα της επιστημοσύνης.
Μέλη της επιτροπής που ως πρόθυμοι τηλε-αστέρες, δεν δίστασαν να αναπαράγουν άκριτα τις πολιτικές επιταγές, μονοπώλησαν το επίκεντρο της δημοσιότητας, ενώ ποτέ δεν μάθαμε τους λόγους παραίτησης ή τις αιτιάσεις αυτών που διαφωνούσαν. Οι πολιτικές δημόσιας υγείας εξαντλήθηκαν στην ατομική ευθύνη και τον κοινωνικό αυτοματισμό, απέναντι στους νέους τον πρώτο χρόνο της πανδημίας και στους μη εμβολιασμένους συμπολίτες μας στον δεύτερο. Η πολιτικοποίηση της επιστήμης, γέννησε αντιφάσεις, οι οποίες τροφοδότησαν την κοινωνική δυσπιστία και την αμφισβήτηση, εν συνόλω, της επιστημονικής κοινότητας, με τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και δυστυχώς, αυτό ήταν μια συνειδητή πολιτική απόφαση.
Η δεύτερη αστοχία ήταν η κατάδηλη απροθυμία ενίσχυσης του ΕΣΥ. Οι αυτονόητα αυξημένες ανάγκες σε υποδομές και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό αντικαταστάθηκαν από μια επικοινωνιακού τύπου διαχείριση. Με περίσσιο θράσος, ανακοινώθηκε διπλασιασμός του αριθμού των Μ.Ε.Θ., με μονάδες αυξημένης φροντίδας, μονάδες εγκαυμάτων και χειρουργικές αίθουσες να βαπτίζονται «Μ.Ε.Θ.» στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός αφηγήματος πρωτοφανούς κοινωνικής εξαπάτησης. Αυτό που δεν αποσαφηνίστηκε στο ευρύ κοινό όμως, ήταν ότι το προβλεπόμενο προσωπικό λειτουργίας τους θα παρέμενε το ίδιο. Πολύ περισσότερο, δεν εξηγήθηκε ότι κάτι τέτοιο όχι μόνο είναι ανέφικτο, αλλά θα προκαλέσει ένα διττά θλιβερό αποτέλεσμα.
Έτσι, ενώ χιλιάδες συνάνθρωποί μας αποκλείστηκαν από πρόσβαση σε Μονάδες, όσοι νοσηλεύτηκαν σε αυτές είχαν αναπόφευκτα μειωμένη ποιότητα θεραπείας, νοσηλείας και του προσδοκώμενου οφέλους, λόγω ελλιπούς προσωπικού.
Επισημαίνοντας ότι ο προϋπολογισμός για την υγεία το 2021 ήταν μειωμένος σε σχέση με αυτόν του 2020, επιβεβαιώνει ότι ήταν μια ανερυθρίαστη και σε κάθε περίπτωση σκόπιμη πολιτική απόφαση.
Ολόκληρες κλινικές έκλεισαν, τα εξωτερικά ιατρεία και οι υπηρεσίες πρόληψης έπαψαν να λειτουργούν, ο χρόνος στις χειρουργικές αίθουσες εκμηδενίστηκε ή μειώθηκε με γραπτή οδηγία κατά 80%. Όλο το ΕΣΥ εξετράπη σε μονοθεματικό σύστημα. Στη χώρα μας εφαρμόστηκε ένα άτυπο 9μηνο λοκνταόυν στις υπηρεσίες υγείας, το οποίο συνεχίζεται και ισοδυναμεί με αποκλεισμό από την πρόληψη και την ιατρική αντιμετώπιση της τρέχουσας νοσηρότητας για εκατομμύρια συνανθρώπους μας.
Και αυτό είναι ο πυλώνας της τρίτης και λιγότερο συζητημένης αστοχίας. Ενός υγειονομικού εγκλήματος που διενεργείται αθόρυβα και διογκώνεται το ίδιο αθόρυβα κάθε μέρα που περνάει. Και είναι ένα έγκλημα τεράστιων διαστάσεων αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2020 υπολογίζεται ότι έμεινε αδιάγνωστο το 40% των νεοεμφανιζόμενων καρκίνων, ενώ σε 9 μόνο μήνες του ίδιου έτους ακυρώθηκαν περισσότερα από 110.000 χειρουργεία. Με γνώμονα ότι το 2021 πιθανώς τα νούμερα θα είναι ακόμα πιο δραματικά, αυτό ισοδυναμεί με μια ωρολογιακή βόμβα που ετέθη στα θεμέλια της υγείας του ελληνικού πληθυσμού και συνιστά την ειδοποιό διαφορά της πατρίδας μας από τις υπόλοιπες χώρες του δυτικού πολιτισμού. Η μόνη επιλογή που απομένει στον Έλληνα πολίτη είναι ο αποφορτισμένος από τον κορωνοϊό ιδιωτικός τομέας. Και αυτό δεν συγκροτεί απλά μια πολιτική απόφαση αλλά μια ξεκάθαρή πολιτική θέση και στρατηγική, που αφομοιώνει και ενσαρκώνει με τον πιο χυδαίο τρόπο την έννοια της ταξικής διάκρισης.
Η μέρα που ξημερώνει θα βρει ένα Ε.Σ.Υ. διαλυμένο, με το προσωπικό εξαντλημένο, αλλά πολύ χειρότερα με έναν πληθυσμό υγειονομικά επιβαρυμένο, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα σύγκρισης και αναφοράς μας παρουσιάζουν στα βραδινά δελτία ειδήσεων. Πέρα από τις όποιες αναμενόμενες αδυναμίες στην διαχείριση μιας νέας κατάστασης, η θλιβερή διαπίστωση είναι ότι στην χώρα μας έγιναν αστοχίες που δεν ήταν προϊόν επιστημονικής άγνοιας ή εσφαλμένης καθοδήγησης. Συνιστούν συνειδητές κυβερνητικές αποφάσεις που ιεράρχησαν το πολιτικό κόστος έναντι του υγειονομικού.
Είναι επιτακτική ανάγκη να προταχθεί ένα διαφορετικό σχέδιο για την ενίσχυση αλλά και την αναδόμηση του Ε.Σ.Υ., όχι μόνο γιατί είναι πλέον σε όλους πλήρως αντιληπτό το μη αντισταθμιζόμενο κοινωνικό όφελος από την «οικονομικά ζημιογόνο» λειτουργία της δημόσιας υγείας, αλλά γιατί στην πατρίδα μας έχουν δημιουργηθεί εκείνες οι συνθήκες που το καθιστούν απαραίτητο στην προσπάθεια μετριασμού των αναμενόμενων απωλειών που κυοφορεί ήδη, η αναβολή αντιμετώπισης των τρεχόντων νοσημάτων.
*Ο Χρήστος Ρόκος είναι Χειρ. Κεφαλής και Τραχήλου, MSc Ιατρικής Ερευνητικής Μεθοδολογίας.
Απόφοιτος Νομικής Παν. Λονδίνου