Τους τελευταίους μήνες, η πολιτική ζωή της χώρας μονοπωλείται σε μεγάλο βαθμό από το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αρχικά, δεν είναι φυσιολογικό για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος η παρακολούθηση, με νόμιμα ή αθέμιτα μέσα, τόσο των πολιτικών αντιπάλων όσο και ημέτερων της κυβέρνησης, από την ίδια. Κατά τις πρόσφατες δύο εβδομάδες, δημοσιεύματα του Τύπου ανέδειξαν σωρεία παρακολουθήσεων πολιτικών-επιχειρηματικών προσώπων, καθώς και δημοσιογράφων, με το λογισμικό Predator. Η κυβέρνηση, μετά τον σάλο που προκλήθηκε, έσπευσε δια στόματος στελεχών, μεταξύ των οποίων και του κυβερνητικού εκπροσώπου, να αποφύγει κάθε ευθύνη, προσπαθώντας να συγκαλύψει την υπόθεση και θέτοντας τον εαυτό της στη θέση του θύματος. Όμως, η ίδια η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα της παρακολούθησης αυτών των προσώπων από την ίδια την υπηρεσία πληροφοριών, μέσω ενός ελέγχου από την ΑΔΑΕ.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του μπροστά στην πολιτική επιτροπή της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε ένα crescendo λασπολογίας προς την αξιωματική αντιπολίτευση αναφερόμενος σε πρακτικές «αριστερού Τραμπισμού». Το παραπάνω, προφανώς αποκαλύπτει την αδυναμία του ίδιου και της κυβέρνησής του για διαλεύκανση της υπόθεσης, διότι τις προηγούμενες μέρες τόσο στο Bloomberg όσο και στον ΑΝΤ1, ο ίδιος προανήγγειλε την απαγόρευση των παράνομων αυτών συστημάτων, κάτι το οποίο ισχύει ήδη από τον ποινικό κώδικα του 2019. Επιπλέον, εμφανίστηκε ως πολέμιος σκοτεινών συμφερόντων, ξεχνώντας μάλλον «ευκαιριακά» τη σύμπλευσή του με την ολιγαρχία και το βαθύ παρακράτος, καθώς και τη χειραγώγηση των ΜΜΕ τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Τα ανωτέρω καθιστούν τη χώρα διεθνώς, επιεικώς ρεζίλι, αν αναλογιστεί κανείς την εμπλοκή των ευρωπαϊκών θεσμών στην υπόθεση, όσο και τη φυγομαχία του Πρωθυπουργού από την εξεταστική επιτροπή της PEGA. Βέβαια, δεν θα μπορούσε να μη συμπεριληφθεί σε αυτή τη διεθνή αμαύρωση της χώρας το δημοσίευμα της Guardian, το οποίο αναφέρεται στην αντιμαχία της εγχώριας πολιτικής ελίτ με την ολιγαρχία, θυμίζοντάς μας ότι από αυτές τις συγκρούσεις ο μόνος «χαμένος» είναι πάντα ο λαός.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι πολίτες πρέπει να αποφασίσουν στις επόμενες εκλογές (οι οποίες ο κάθε δημοκρατικός πολίτης ευελπιστεί να μη γίνουν υπό το «αυτί» του «μεγάλου αδερφού») ποια Ελλάδα θέλουν. Θέλουν μια Ελλάδα που θέτει τους δημοκρατικούς θεσμούς ως θεσμούς δευτερεύουσας σημασίας; Μια Ελλάδα που θα βιοπορίζεται από τα «διάφορα» pass ή θα ζει καθημερινά με τον κίνδυνο της έξωσης για 15.000 ευρώ, με τακτικές που παραπέμπουν σε καταδίωξη σκληρών εγκληματιών; Η απάντηση είναι απλή. Ο τόπος έχει ανάγκη μια κυβέρνηση που να εκπέμπει αξιοπιστία, ένα κράτος που να σέβεται τους δημοκρατικούς θεσμούς και μια πολιτεία που να βρίσκεται σε θέση να βάλει πλάτη για την προστασία και την επίτευξη των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Η αριστερά και οι δυνάμεις του προοδευτικού χώρου είναι έτοιμες να βάλουν ένα τέλος σε αυτό το καθεστώς ασυδοσίας, πλάνης και παρακολουθήσεων.
*Ο Χρήστος Ρόκος είναι Χειρουργός Κεφαλής και Τραχήλου, κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου εξειδίκευσης στην Ιατρική Ερευνητική Μεθοδολογία και απόφοιτος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.